Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Φαντασίωση

Τώρα είναι η κατάλληλη ώρα,τώρα που το φεγγάρι φωτίζει αχνά το ζεστό δώμα...
Τώρα που η μοναξιά σφραγίζει τις πόρτες με μεταλλικές σφραγίδες.
Πέρασε η άνοιξη , το καλοκαίρι, και τώρα το φθινόπωρο, πέσανε οι μάσκες, πέσανε μαζί με τα  φύλλα.
Μάτια κλειστά στο φώς, χείλη κλειστά στον έρωτα, σώμα νεκρό χωρίς παλμό, χωρίς ανατριχίλες.
Ζωή σβησμένη, τυλιγμένη στο σεντόνι, βλέμμα νεκρό που ξεμακραίνει για τα  αστέρια.
Κάπου εκεί ψηλά να βρει θεό, να του μιλήσει…
Εξομολόγηση βαθιά για εκείνα που δεν λέγονται σε ανθρώπους, για εκείνα που έκρυβε στου πηγαδιού τον πάτο.
Στην φαντασία πέπλα μεταξένια, εξομολόγηση που σαν ρυάκι τρέχει, αλλού θολό και αλλού καθάριο.
Το φόρεμα του πάθους τύλιγε την φαντασία, και ο εξομολόγος όργανο, να μην ξεκαθαρίζει διαβόλου λάμψεις αν σκορπά, η στάλες θεϊκές, σε στήθος αλαβάστρινα πλασμένο.
Κι ο χώρος άδειος, νοσηρά γεμάτος με κορδέλες, να ξετυλίγουν, πότε μηρούς, και πότε  φλογερές λαγόνες.
Βουτιά στην φαντασία, σκοτεινή ανάσα, βρόγχος πρωτόγονος ένστικτο ζώου.
Φάρος στημένος όρθιος, με αναλαμπές καυτές ο εξομολόγος..
Και το εξομολογητήριο κουτί, τόσο μικρό τόσο στενό, μια μινιατούρα, αόρατο σχεδόν από τα βλέμματα της μέρας.
Γονατιστή σχεδόν, μια πασχαλιά, μέσα  στα χρώματα της άνοιξης, όλα στου ροζ τις αποχρώσεις.
Άκρα κλαριά, γάμπες σαν φύλλα, μηροί κορμοί και ρίζες, σφιχτά που τύλιγαν του άνεμου τους στροβιλισμούς.
Κοιλιά κοιλάδα ανθισμένη, και η  πηγή, η Κασταλία, χυμούς να αναβλύζει, αρώματα και γεύσεις αγριολούλουδου.
Στήθος, στης θάλασσας την άκρη άμμος, που φούσκωσε ο μπάτης με μια πνοή του μόνο.
Της μάνας γης προσκύνημα στον ουρανό πατέρα, αιώνια ηδονή, ζεστό φιλί, τα ακόρεστα βουλητικά μας χείλη να ταΐζει.
Και όλα αυτά αόρατα, κι όμως τεραστία αν και μικρά στα μάτια τα θολά, την ώρα που οι αισθήσεις τελειώνουν, μα δεν στερεύουν, γίνονται όλα ένα, γίνονται πόθος.
Γονατιστή η μοίρα, μια μόνο λέξη, μμμμμ....μαγεία ερωτική φφφ....φωτιά.
Καθρέφτης φαντασίωσης, εξομολόγος της χαράς ο πόθος, πάντα θα στέκει εμπρός σε κάθε βήμα, σε κάθε μας στροφή,  γυμνός, ερωτικός, ο ίδιος ο Απόλλωνας.
Μάτια κλειστά, χείλη ανοιχτά, χέρια την λαβα του κορμιού την πυρωμένη, να απλώνουν σε λιβάδια, και ο ίμερος χωράφια χέρσα να οργώνει, για να ξυπνήσουν, τα μαλλιά της Περσεφόνης, και να χυθούν στης ανθισμένης γης το βελουδένιο δέρμα.
Δεν έχει λέξεις να το πουν, το σμίξιμο των πάντων, μόνο ένας ήχος θρόισμα, ψίθυρος που ακούγεται στο σύμπαν.
Την γη σκεπάζει και την θάλασσα ταράζει.
Τον ουρανό ανασκιρτά, τα αστέρια λάμπει…..
Χάος, που ο ψίθυρος ορίζει, και τον θάνατο ακόμα ακυρώνει…..
Αχχχχχχχ…………..σε βρήκα θεέ  μμμμ….μου!!!      
Τώρα είναι η κατάλληλη ώρα, τώρα που το φεγγάρι φωτίζει  αχνά το ζεστό δώμα..
Τώρα που η μοναξιά σφραγίζει τις πόρτες με μεταλλικές σφραγίδες.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
27/2/2013 

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Ημείς εσμέν το ένα και το άπειρο.


Είναι το αίμα ο χειρότερος εχθρός, το αίμα σου το αίμα μου, προδότης υλιστής σατανισμενος.
Κανείς δεν διάλεξε αίμα ναχει, είναι ένα τίποτα μες το νερό, τροφή στην υλη να προσφέρει. Αντίθετα με το νερό το τρισυπόστατο το αθάνατο.
Με αίμα ξορκίζουν το κακό, με το νερό βαφτίζουν την αγάπη.
Σε να ποτάμι με αίμα ξεκινάει η ζωή, με αίμα λουσμένοι γεννηθήκαμε, και σαν δήθεν πολύτιμο το κουβαλάμε, μα κάποτε το χύνουμε για κάτι το πραγματικά πολύτιμο.
Αλλοίμονο όμως αναγκαίο, θέλει αίμα μέσα στο νερό, ο σπόρος να φυτρώσει της ζωής.
Το φίλτρο της ζωής το νερωμένο το κρασί, νερό μαζί και αιθέρας, σπονδή για τους νεκρούς, που σαν μωρές παρθένες, τον δρόμο τους δεν βρήκαν.
Αυτόν που σε καλεί, εκεί που οι άλλοι δεν ακούν θα τον διαβάσεις, είναι τα γράμματα γραμμένα από την μοίρα, είναι σκοπός εκπληρωμένος.  
Πόρτες χτυπάει η ψυχή, άλλοι ανοίγουν άλλοι όχι.
Δεν είναι αυτό όμως κριτήριο για το ταξίδι το αιώνιο, την τύχη των ψυχών την καθορίζει, εκείνος που το χρέος του είναι ψυχές να βγάζει, και να ταξιδεύει, ο ψυχοβγάλτης, κι ο ψυχαγωγός.
Το ματωμένο το ποτάμι κολυμπάς, και πνίγεσαι στου καταρράκτες, μονάχα λίγοι πέφτουν κι όρθιοι μένουν. Αυτοί που βάρος μέσα τους δεν έχουν, και η ψυχή ανάλαφρη το σώμα κάνει πούπουλο.
Τους άξιους διαλέγει μόνο άξιο βλέμμα, και είναι άξιος, στ αλήθεια, όχι αυτός που κάνει, λέει η προσφέρει.
Άξιος είναι αυτό που σαν ζυγίζεται, έχει τόσο βάρος όσο, να ισορροπεί η ζυγαριά, με τις προσδοκίες του ζυγιστή. (αγ-τι-ος, άγω)
Και ζυγιστής κανένας δεν υπάρχει μα μόνο ο θεός, του απολύτου.
Το ματωμένο το ποτάμι κολυμπάμε, κι όσοι αιμοσφαίρια κόκκινα η λεύκα λατρεύουν, κύμβαλα είναι, κρότους και εκρήξεις βγάζουν.
Του υλικού εγωισμού την φασαρία, στέμμα έχουν, δοτοί μονάρχες, με βασίλειο στενό χωρίς να έχουν υπηκόους, να ακούνε και να νοιώθουν όλα όσα εκείνοι τους κελεύουν.
Αντίθετα οι άλλοι, και για να γίνω πιο πραγματικός με όσα γράφω, ΕΜΕΙΣ, που το νερό του ποταμού λατρεύουμε,  που τον εγωισμό τον άυλο, τον προσκυνάμε, θεού παιδιά, χριστήκαμε και όχι διαόλου.
Του ποταμού το συνεχές ταξίδι, κάποτε τελειώνει, το τέλος, ο σκοπός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η θάλασσα.
Είναι οι αλήθειες τόσο απλές, και κατανοητές, και ΕΣΕΙΣ τόσο τυφλοί που δεν τις βλέπεται.
Στην θάλασσα το αίμα, χάνεται σβήνει, μαζί του σβήνει το κακό, αντίθετα με το νερό που γίνεται ένα μεγαλώνει, και μοιάζει Παν σ΄αυτό τον κόσμο, μοιάζει Θεός.
Το καθαρτήριο της θάλασσας είναι μοιραίο για εκείνους που την θάλασσα αγαπούν.
Η θάλασσα το αίμα το ξεπλένει.
Και ευτυχώς το αίμα μέσα σε νερό υπάρχει μα δεν το βλέπεις το νερό, μοναχά το βιώνεις, και το νερό μιλάει, ζει το αίμα όχι.
Το αίμα νερό δεν γίνεται ποτέ, γιατί δεν είναι δυνατόν να γίνει το κακό καλό, ελπίδα μας μοναδική η θάλασσα, το τέλος, από το αίμα να γλυτώσουμε.
Κι αν κάποιοι το ταξίδι που έχει  τέλος συντομεύουν είναι γιατί την θάλασσα ποθούν, και το αίμα το μισούνε, καθώς αιώνιοι εραστές του ταξιδίου του ατελείωτου ταγμένοι είναι.
Ρήξη στην σκέψη σου, να σπείρω θέλω, δεν είναι αλήθειες όσα ίσια βλέπουμε, αλήθειες είναι τα ανάποδα.
Το όμορφο κέντημα, ποτέ μια έμπειρη κεντήστρα από την καλή πλευρά του δεν κοιτά, γιατί εκεί μόνο τα ματιά βλέπουν.
Το μελετά  από την ανάποδη, και παίρνει γνώση, ερέθισμα, σοφία.

Δεν είναι αλήθεια όσοι δίνουνε, χαρά και ελπίδα, το κάνουν γιατί πρόσωπα θέλουν να βλέπουν γελαστά. Ζωή μας στρώνουν λουλουδένια, μα είναι αλήθεια, πόσο μαλθακοί και άψαχτοι γινόμαστε.
Φθείρουν ψυχές, και ίσια στα τάρταρα οδηγούν εκείνοι…
Τα ανάποδα την αθανασία εξασφαλίζουν, και το κλειδί της πόρτας το ανοίγει η μοναξιά,  ο ασκητής κι ο μοναχός πρώτος στην γνώση φτάνει, και από κει στη θέωση με βήματα αργά και σταθερά, χωρίς πισωγυρίσματα και αμφιβολίες.
Φάτνη  ψυχρή, ευλογία για  ψυχές του πηγαδιού ο πάτος, στοχεύουν ίσια στο κομμάτι του ουρανού, χωρίς περιστροφές και ταλαντεύσεις. Και όταν το μέρος γίνει κτήμα, ακολουθεί το όλον, με μεγάλη ευκολία. 
Καμία ουσία να σαι στο φως, αν είσαι σκότος.
Μέσα στο φώς το φως δεν βλέπεις, και είναι μακριά αυτό, από το φως να γίνεις.
Δεν θέλω φως.
θέλω να γίνω φως.
Ψευτιές και λάθος έγραψαν τόσοι σοφοί που πέρασαν, γιατί φωνή θεού φωνή κανένας τους δεν είχε.
Μα πάντα υπάρχει ο Λόγος κρεμασμένος στο Σταυρό, και μπορεί ο καθένας να τον κόψει, με μια ματιά, για μια στιγμή.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
24/3/2013

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Είδα μια πόρτα ανοιγμένη στον ουρανό.



Πέτα ψυχή μου ανάλαφρη  στις θάλασσες του νότου
Λούσου στης Στύγας το νερό, και πέρνα τον Καιάδα
Μπήξε το δόρυ σου Αθηνά, στα σωθικά του πρώτου
Να τρέξει αίμα και νερό, Μάνη θα πει Μαινάδα.

Τα χρυσαφένια σου μαλλιά, ανάθημα στον Αδη
Τα μάτια σου επιτάφιος, στολίζουν τις  μπιγκόνιες
Κυλίσου στις ξερολιθιές, έρωτας, πόθος, χάδι.
Και γεννοβόλα, αδιάκοπα, χίλιες ψυχές αιώνιες.

Ας γονατίσουν τα βουνά, ας σβήσει το φεγγάρι
Κι ας πέσουν τόσοι κεραυνοί, να γίνει η νύχτα μέρα
Να λάμψει ο έρωτας, θεός της θάλασσας καμάρι
Αραχνοκέντητη  θεά,  Μάννα και θυγατέρα.

Ντύσου φτερά αητόπουλου, πέτα ίσια στις Πύλες
Ζώσε της δάφνης τα κλαδιά, μεταξωτή μανία
Στην λιονταρίσια σου μορφή, φόρα τις Θερμοπύλες
Γίνε αέρας, γη, φωτιά, έσχατη, πρώτη, ΜΙΑ.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
23/3/2013

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Δεύτερος θάνατος, το Βιβλίο της Zωής.



Σε τούτο τον γαλάζιο ουρανό, σε απλωσα σκόνη από την αστροσκονή μου.
Σε παράδωσα στην μάννα μου την Γή, και μέτρησα τα χαλίκια του Σκύρα για να τ’ απλώσω χαλί, στα λασπόνερα που περπατάς, να μην χάσουν το αλαβάστρινο χρώμα τους τα ελαφίσια πόδια σου.
Σε μαζεψα φύλλο-φύλλο, απο τις βελανιδιες, που σκόρπιζε ο αέρας το φθινόπωρο, να ξαπλώσουν κουρασμενα απο το πήγαινε έλα, τα ματια μου, και να πεθανουν ολα εκένα τα ζιζάνια, που φύτρωναν την άνοιξη, και επνιγαν τις αγριες γλαδιόλες στα λιβάδια της Όρειαχας.
Άνοιξα τα χέρια μου στο βοριά, Σταυρός εγώ, και εσύ Γολγοθάς, και μαζί ανηφόρησε στο κοτρώνι η αλεπού, κρυφογελώντας μέσα από τα βάτα, που σαν αρπαχτικά μάτωναν τις γάμπες που άρπαζαν, και η νιότη κυλούσε σε πέτρες κοφτερές, γάργαρο ρυάκι κόκκινο...αίμα, αίμα πορφυρένιο.
Βούτηξα σε κύματα αφρισμένα να γυρέψω κοχύλια μυστικά μοναδικά, που δεν ανοίγουν παρά μόνο όταν τους ψιθυρίσεις λέξεις μαγικές άγνωστες στους περισσότερους. Σάλεψε το όστρακο στα σμαραγδένια βάθη, ανατρίχιασε η μέδουσα και έσταξε το δηλητήριο.
Καταραμένη η μοίρα που διάλεξα να περπατήσω.
Μια ανάσα πριν απ την ζωή, μια βόλτα πριν τον θάνατο.
Σε βαθύ σπήλαιο του βυθού χάθηκα, μου τέλειωσαν τα ξόρκια, μικρές στιγμές κόπηκε η ανάσα, σάστισε το όνειρο στα σκοτεινά βάθη χάθηκε το κλειδί έγινε ψίθυρος, που ταξιδεύει και σβήνει σε ακρογιάλια απάτητα παρθένα.
Και βάρκα φορτώθηκε μια ψυχή, μια ψυχή που την καίει το πυρωμένο σίδερο της αλλοίωσης, μια ψυχή που με αγωνία γυρεύει σωτηρία.
Μακρύς κακοτράχαλος ο δρόμος, συμπληγάδες, και μετά τάρταρα.
Και η βάρκα ταξιδεύει αδέσποτη, σαν την άδικη κατάρα, έρμαιο στου βοριά την βούληση, μέχρι που να φυτρώσουν ξανά κουπιά.
Βαριά κληρονομιά, της βάρκας το φορτίο, και η θάλασσα που δεν πονά και δεν χαρίζει, για της ψυχής το μαύρο δρόμο σκύλες και Χάρυβδες γεννά πριν απ το τέλος.
Με αυτά σαν φόντο, να περπατώ συνήθισα ανάποδα, τα βήματα να ορίζω προς τα πίσω, για το χατίρι σου, ψυχή αδελφωμένη.
Τάμα σκοπός ζωής να βρω του θηρευτή  τα βέλη, τα βέλη τα φαρμακερά να ξεριζώσω. Μισό ταξίδι, και μισώ του τέρατος την αύρα.  Μου φτάνει όμως που τον ήλιο έχω συντροφιά, και την ψυχή με την γλυκιά του ζεστασιά θα ξεκουράσω.
Με θάλασσας νερό θα πλύνω της πληγές, κι ο πόνος βάλσαμο θα γίνει, και φίλτρο λήθης, που θα διώξει τις στιγμές, τις σκοτεινές.
Κοίτα τα μάτια μου, καθρέφτες που προβάλλουν στην οθόνη σου ότι σκληρό συνάντησες, με κακουχίες, που σου στέρησαν την μυρωδιά του γιασεμιού να γεύεσαι.
Κοίτα με θάρρος στον καθρέφτη, και δες ανάποδα το χρόνο να γυρνάει. Βρες του τέρατος τα μάτια, και καυτά με ένα βλέμμα, θείο δώρο απ τον άρχοντα δοσμένο, φύσα πνοή με αγάπη.
Σε σένα θα γυρίσει πολλαπλή, και κείνον στάχτη θα σκορπίσει, στους τέσσερεις άνεμους.
Το χέρι του πολεμιστή, που φως σκορπά και την ψυχή γεμίζει, το σώμα το ουδέτερο, το κακοποιημένο, λουλούδι ολάνθιστο θα μετατρέψει.
Γονάτισα τόσες φορές, όχι γιατί την μάχη χάνω, γονάτισα για να προσευχηθώ, με δύναμη το στέρνο να γεμίσω, απ την πηγή ανέσπερο φως να χορτάσω, και τα σκοτάδια να χαθούν.
Τα χέρια σήκωσα ψηλά, τον ουρανό που με έστειλε να ευχαριστήσω, και εκείνο που με φόρτωσε να κάνω να τελειώσω.
Φεύγει και χάνεται, κάθε φόρα ο αετός, την πλάτη μου γυρίζει, και μόνο εγώ ξέρω τον λόγο.
Στην γη του μύθου έρχεται και ξανάρχεται, φτεροκοπά ζήτα, μου δείχνει δρόμους. Με δένει μέρα με την μέρα.
Ξεφύλλισα το βιβλίο μου, καθώς ανηφόριζα το μονοπάτι της Τυλιγής.
Γύρισα σελίδα όταν έτρεχα στον δρόμο για τις πύλες του Άδου.
Κοντοστάθηκα και αφουγκράστηκα, μια γλυκεία ανάσα στο νησί των Ιπποτών, που με κέρδισε.
Δεν είμαι Εγώ, είμαστε τρείς, και χίλιοι ακόμα, που περπατάμε στην θολή γραμμή, στην ζώνη του λυκόφωτος άλλες φορές, του λυκαυγούς στο τέλος.
Γυρεύω να ορθωθείς, της θάλασσας ταξίδι, και το κουπί να αδράξεις, τα κύματα να οργώσεις, και φάρος φωτεινός μέρα και νύχτα, θα φέγγω, στα κρυφά σου μονοπάτια.
Σε λαχταρώ ζεστή μου Γή, του αγγέλλου του ουδέτερου τον έρωτα θυμίζεις, τον έρωτα τον θείο, και τον άμαθο, που άσβεστος και αμόλυντος, πολεμιστής με φώς, σαν του αετού το ζύγιασμα θα ταξιδεύει, κάθε στιγμή, πάνω από θάλασσες και από στεριές, ακόρεστος, αθάνατος, και δυνατός.
Ποθώ τον σύντροφο μου να ντυθώ, και στα φτερά του θύμηση να γίνω στο τελευταίο πέταγμα, τα αστέρια να χορτάσω, και με ψυχή αέρινη το θόλο του ουρανού να αγγίξω, με ανάμνηση εσάς που στα χωράφια μου, τ΄ ανθόσπαρτα πάντα θα περιμένω… τα ολοφώτεινα λιβάδια του δικού μου κόσμου.

ου τι δανος
21/3/2013