Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Ημείς εσμέν το ένα και το άπειρο.


Είναι το αίμα ο χειρότερος εχθρός, το αίμα σου το αίμα μου, προδότης υλιστής σατανισμενος.
Κανείς δεν διάλεξε αίμα ναχει, είναι ένα τίποτα μες το νερό, τροφή στην υλη να προσφέρει. Αντίθετα με το νερό το τρισυπόστατο το αθάνατο.
Με αίμα ξορκίζουν το κακό, με το νερό βαφτίζουν την αγάπη.
Σε να ποτάμι με αίμα ξεκινάει η ζωή, με αίμα λουσμένοι γεννηθήκαμε, και σαν δήθεν πολύτιμο το κουβαλάμε, μα κάποτε το χύνουμε για κάτι το πραγματικά πολύτιμο.
Αλλοίμονο όμως αναγκαίο, θέλει αίμα μέσα στο νερό, ο σπόρος να φυτρώσει της ζωής.
Το φίλτρο της ζωής το νερωμένο το κρασί, νερό μαζί και αιθέρας, σπονδή για τους νεκρούς, που σαν μωρές παρθένες, τον δρόμο τους δεν βρήκαν.
Αυτόν που σε καλεί, εκεί που οι άλλοι δεν ακούν θα τον διαβάσεις, είναι τα γράμματα γραμμένα από την μοίρα, είναι σκοπός εκπληρωμένος.  
Πόρτες χτυπάει η ψυχή, άλλοι ανοίγουν άλλοι όχι.
Δεν είναι αυτό όμως κριτήριο για το ταξίδι το αιώνιο, την τύχη των ψυχών την καθορίζει, εκείνος που το χρέος του είναι ψυχές να βγάζει, και να ταξιδεύει, ο ψυχοβγάλτης, κι ο ψυχαγωγός.
Το ματωμένο το ποτάμι κολυμπάς, και πνίγεσαι στου καταρράκτες, μονάχα λίγοι πέφτουν κι όρθιοι μένουν. Αυτοί που βάρος μέσα τους δεν έχουν, και η ψυχή ανάλαφρη το σώμα κάνει πούπουλο.
Τους άξιους διαλέγει μόνο άξιο βλέμμα, και είναι άξιος, στ αλήθεια, όχι αυτός που κάνει, λέει η προσφέρει.
Άξιος είναι αυτό που σαν ζυγίζεται, έχει τόσο βάρος όσο, να ισορροπεί η ζυγαριά, με τις προσδοκίες του ζυγιστή. (αγ-τι-ος, άγω)
Και ζυγιστής κανένας δεν υπάρχει μα μόνο ο θεός, του απολύτου.
Το ματωμένο το ποτάμι κολυμπάμε, κι όσοι αιμοσφαίρια κόκκινα η λεύκα λατρεύουν, κύμβαλα είναι, κρότους και εκρήξεις βγάζουν.
Του υλικού εγωισμού την φασαρία, στέμμα έχουν, δοτοί μονάρχες, με βασίλειο στενό χωρίς να έχουν υπηκόους, να ακούνε και να νοιώθουν όλα όσα εκείνοι τους κελεύουν.
Αντίθετα οι άλλοι, και για να γίνω πιο πραγματικός με όσα γράφω, ΕΜΕΙΣ, που το νερό του ποταμού λατρεύουμε,  που τον εγωισμό τον άυλο, τον προσκυνάμε, θεού παιδιά, χριστήκαμε και όχι διαόλου.
Του ποταμού το συνεχές ταξίδι, κάποτε τελειώνει, το τέλος, ο σκοπός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η θάλασσα.
Είναι οι αλήθειες τόσο απλές, και κατανοητές, και ΕΣΕΙΣ τόσο τυφλοί που δεν τις βλέπεται.
Στην θάλασσα το αίμα, χάνεται σβήνει, μαζί του σβήνει το κακό, αντίθετα με το νερό που γίνεται ένα μεγαλώνει, και μοιάζει Παν σ΄αυτό τον κόσμο, μοιάζει Θεός.
Το καθαρτήριο της θάλασσας είναι μοιραίο για εκείνους που την θάλασσα αγαπούν.
Η θάλασσα το αίμα το ξεπλένει.
Και ευτυχώς το αίμα μέσα σε νερό υπάρχει μα δεν το βλέπεις το νερό, μοναχά το βιώνεις, και το νερό μιλάει, ζει το αίμα όχι.
Το αίμα νερό δεν γίνεται ποτέ, γιατί δεν είναι δυνατόν να γίνει το κακό καλό, ελπίδα μας μοναδική η θάλασσα, το τέλος, από το αίμα να γλυτώσουμε.
Κι αν κάποιοι το ταξίδι που έχει  τέλος συντομεύουν είναι γιατί την θάλασσα ποθούν, και το αίμα το μισούνε, καθώς αιώνιοι εραστές του ταξιδίου του ατελείωτου ταγμένοι είναι.
Ρήξη στην σκέψη σου, να σπείρω θέλω, δεν είναι αλήθειες όσα ίσια βλέπουμε, αλήθειες είναι τα ανάποδα.
Το όμορφο κέντημα, ποτέ μια έμπειρη κεντήστρα από την καλή πλευρά του δεν κοιτά, γιατί εκεί μόνο τα ματιά βλέπουν.
Το μελετά  από την ανάποδη, και παίρνει γνώση, ερέθισμα, σοφία.

Δεν είναι αλήθεια όσοι δίνουνε, χαρά και ελπίδα, το κάνουν γιατί πρόσωπα θέλουν να βλέπουν γελαστά. Ζωή μας στρώνουν λουλουδένια, μα είναι αλήθεια, πόσο μαλθακοί και άψαχτοι γινόμαστε.
Φθείρουν ψυχές, και ίσια στα τάρταρα οδηγούν εκείνοι…
Τα ανάποδα την αθανασία εξασφαλίζουν, και το κλειδί της πόρτας το ανοίγει η μοναξιά,  ο ασκητής κι ο μοναχός πρώτος στην γνώση φτάνει, και από κει στη θέωση με βήματα αργά και σταθερά, χωρίς πισωγυρίσματα και αμφιβολίες.
Φάτνη  ψυχρή, ευλογία για  ψυχές του πηγαδιού ο πάτος, στοχεύουν ίσια στο κομμάτι του ουρανού, χωρίς περιστροφές και ταλαντεύσεις. Και όταν το μέρος γίνει κτήμα, ακολουθεί το όλον, με μεγάλη ευκολία. 
Καμία ουσία να σαι στο φως, αν είσαι σκότος.
Μέσα στο φώς το φως δεν βλέπεις, και είναι μακριά αυτό, από το φως να γίνεις.
Δεν θέλω φως.
θέλω να γίνω φως.
Ψευτιές και λάθος έγραψαν τόσοι σοφοί που πέρασαν, γιατί φωνή θεού φωνή κανένας τους δεν είχε.
Μα πάντα υπάρχει ο Λόγος κρεμασμένος στο Σταυρό, και μπορεί ο καθένας να τον κόψει, με μια ματιά, για μια στιγμή.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
24/3/2013

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Είδα μια πόρτα ανοιγμένη στον ουρανό.



Πέτα ψυχή μου ανάλαφρη  στις θάλασσες του νότου
Λούσου στης Στύγας το νερό, και πέρνα τον Καιάδα
Μπήξε το δόρυ σου Αθηνά, στα σωθικά του πρώτου
Να τρέξει αίμα και νερό, Μάνη θα πει Μαινάδα.

Τα χρυσαφένια σου μαλλιά, ανάθημα στον Αδη
Τα μάτια σου επιτάφιος, στολίζουν τις  μπιγκόνιες
Κυλίσου στις ξερολιθιές, έρωτας, πόθος, χάδι.
Και γεννοβόλα, αδιάκοπα, χίλιες ψυχές αιώνιες.

Ας γονατίσουν τα βουνά, ας σβήσει το φεγγάρι
Κι ας πέσουν τόσοι κεραυνοί, να γίνει η νύχτα μέρα
Να λάμψει ο έρωτας, θεός της θάλασσας καμάρι
Αραχνοκέντητη  θεά,  Μάννα και θυγατέρα.

Ντύσου φτερά αητόπουλου, πέτα ίσια στις Πύλες
Ζώσε της δάφνης τα κλαδιά, μεταξωτή μανία
Στην λιονταρίσια σου μορφή, φόρα τις Θερμοπύλες
Γίνε αέρας, γη, φωτιά, έσχατη, πρώτη, ΜΙΑ.

ΟΥ ΤΙ ΔΑΝΟΣ
23/3/2013

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Δεύτερος θάνατος, το Βιβλίο της Zωής.



Σε τούτο τον γαλάζιο ουρανό, σε απλωσα σκόνη από την αστροσκονή μου.
Σε παράδωσα στην μάννα μου την Γή, και μέτρησα τα χαλίκια του Σκύρα για να τ’ απλώσω χαλί, στα λασπόνερα που περπατάς, να μην χάσουν το αλαβάστρινο χρώμα τους τα ελαφίσια πόδια σου.
Σε μαζεψα φύλλο-φύλλο, απο τις βελανιδιες, που σκόρπιζε ο αέρας το φθινόπωρο, να ξαπλώσουν κουρασμενα απο το πήγαινε έλα, τα ματια μου, και να πεθανουν ολα εκένα τα ζιζάνια, που φύτρωναν την άνοιξη, και επνιγαν τις αγριες γλαδιόλες στα λιβάδια της Όρειαχας.
Άνοιξα τα χέρια μου στο βοριά, Σταυρός εγώ, και εσύ Γολγοθάς, και μαζί ανηφόρησε στο κοτρώνι η αλεπού, κρυφογελώντας μέσα από τα βάτα, που σαν αρπαχτικά μάτωναν τις γάμπες που άρπαζαν, και η νιότη κυλούσε σε πέτρες κοφτερές, γάργαρο ρυάκι κόκκινο...αίμα, αίμα πορφυρένιο.
Βούτηξα σε κύματα αφρισμένα να γυρέψω κοχύλια μυστικά μοναδικά, που δεν ανοίγουν παρά μόνο όταν τους ψιθυρίσεις λέξεις μαγικές άγνωστες στους περισσότερους. Σάλεψε το όστρακο στα σμαραγδένια βάθη, ανατρίχιασε η μέδουσα και έσταξε το δηλητήριο.
Καταραμένη η μοίρα που διάλεξα να περπατήσω.
Μια ανάσα πριν απ την ζωή, μια βόλτα πριν τον θάνατο.
Σε βαθύ σπήλαιο του βυθού χάθηκα, μου τέλειωσαν τα ξόρκια, μικρές στιγμές κόπηκε η ανάσα, σάστισε το όνειρο στα σκοτεινά βάθη χάθηκε το κλειδί έγινε ψίθυρος, που ταξιδεύει και σβήνει σε ακρογιάλια απάτητα παρθένα.
Και βάρκα φορτώθηκε μια ψυχή, μια ψυχή που την καίει το πυρωμένο σίδερο της αλλοίωσης, μια ψυχή που με αγωνία γυρεύει σωτηρία.
Μακρύς κακοτράχαλος ο δρόμος, συμπληγάδες, και μετά τάρταρα.
Και η βάρκα ταξιδεύει αδέσποτη, σαν την άδικη κατάρα, έρμαιο στου βοριά την βούληση, μέχρι που να φυτρώσουν ξανά κουπιά.
Βαριά κληρονομιά, της βάρκας το φορτίο, και η θάλασσα που δεν πονά και δεν χαρίζει, για της ψυχής το μαύρο δρόμο σκύλες και Χάρυβδες γεννά πριν απ το τέλος.
Με αυτά σαν φόντο, να περπατώ συνήθισα ανάποδα, τα βήματα να ορίζω προς τα πίσω, για το χατίρι σου, ψυχή αδελφωμένη.
Τάμα σκοπός ζωής να βρω του θηρευτή  τα βέλη, τα βέλη τα φαρμακερά να ξεριζώσω. Μισό ταξίδι, και μισώ του τέρατος την αύρα.  Μου φτάνει όμως που τον ήλιο έχω συντροφιά, και την ψυχή με την γλυκιά του ζεστασιά θα ξεκουράσω.
Με θάλασσας νερό θα πλύνω της πληγές, κι ο πόνος βάλσαμο θα γίνει, και φίλτρο λήθης, που θα διώξει τις στιγμές, τις σκοτεινές.
Κοίτα τα μάτια μου, καθρέφτες που προβάλλουν στην οθόνη σου ότι σκληρό συνάντησες, με κακουχίες, που σου στέρησαν την μυρωδιά του γιασεμιού να γεύεσαι.
Κοίτα με θάρρος στον καθρέφτη, και δες ανάποδα το χρόνο να γυρνάει. Βρες του τέρατος τα μάτια, και καυτά με ένα βλέμμα, θείο δώρο απ τον άρχοντα δοσμένο, φύσα πνοή με αγάπη.
Σε σένα θα γυρίσει πολλαπλή, και κείνον στάχτη θα σκορπίσει, στους τέσσερεις άνεμους.
Το χέρι του πολεμιστή, που φως σκορπά και την ψυχή γεμίζει, το σώμα το ουδέτερο, το κακοποιημένο, λουλούδι ολάνθιστο θα μετατρέψει.
Γονάτισα τόσες φορές, όχι γιατί την μάχη χάνω, γονάτισα για να προσευχηθώ, με δύναμη το στέρνο να γεμίσω, απ την πηγή ανέσπερο φως να χορτάσω, και τα σκοτάδια να χαθούν.
Τα χέρια σήκωσα ψηλά, τον ουρανό που με έστειλε να ευχαριστήσω, και εκείνο που με φόρτωσε να κάνω να τελειώσω.
Φεύγει και χάνεται, κάθε φόρα ο αετός, την πλάτη μου γυρίζει, και μόνο εγώ ξέρω τον λόγο.
Στην γη του μύθου έρχεται και ξανάρχεται, φτεροκοπά ζήτα, μου δείχνει δρόμους. Με δένει μέρα με την μέρα.
Ξεφύλλισα το βιβλίο μου, καθώς ανηφόριζα το μονοπάτι της Τυλιγής.
Γύρισα σελίδα όταν έτρεχα στον δρόμο για τις πύλες του Άδου.
Κοντοστάθηκα και αφουγκράστηκα, μια γλυκεία ανάσα στο νησί των Ιπποτών, που με κέρδισε.
Δεν είμαι Εγώ, είμαστε τρείς, και χίλιοι ακόμα, που περπατάμε στην θολή γραμμή, στην ζώνη του λυκόφωτος άλλες φορές, του λυκαυγούς στο τέλος.
Γυρεύω να ορθωθείς, της θάλασσας ταξίδι, και το κουπί να αδράξεις, τα κύματα να οργώσεις, και φάρος φωτεινός μέρα και νύχτα, θα φέγγω, στα κρυφά σου μονοπάτια.
Σε λαχταρώ ζεστή μου Γή, του αγγέλλου του ουδέτερου τον έρωτα θυμίζεις, τον έρωτα τον θείο, και τον άμαθο, που άσβεστος και αμόλυντος, πολεμιστής με φώς, σαν του αετού το ζύγιασμα θα ταξιδεύει, κάθε στιγμή, πάνω από θάλασσες και από στεριές, ακόρεστος, αθάνατος, και δυνατός.
Ποθώ τον σύντροφο μου να ντυθώ, και στα φτερά του θύμηση να γίνω στο τελευταίο πέταγμα, τα αστέρια να χορτάσω, και με ψυχή αέρινη το θόλο του ουρανού να αγγίξω, με ανάμνηση εσάς που στα χωράφια μου, τ΄ ανθόσπαρτα πάντα θα περιμένω… τα ολοφώτεινα λιβάδια του δικού μου κόσμου.

ου τι δανος
21/3/2013

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Γιώργος Σεφέρης – αποσπάσματα από την αλληλογραφία στην αγαπημένη του Μάρω

“η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο”

“πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις να κάνω τη ζωή μου μακριά σου, βέβαια θα την κάνω-γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι το δικό μου-δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου άνοιξε ένας άγνωστος δρόμος μπροστά μου..”

“ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου.
Aυτό το “μόνη μου έπρεπε” είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει”

“μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου. Τον τελευταίο καιρό έχεις χαθεί…Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δε γίνεται.”

“αν έχω την τύχη να σου δώσω κάτι που να κρατήσεις μέσα σου από την αληθινή ζωή, αν μπορέσω να σε κάνω να νιώσεις ότι έχουμε κάτι μέσα μας που είναι μεγάλη αμαρτία να το εξευτελίζουμε, θα είναι αρκετό. Κι αυτά όλα που σου γράφω, τόσο ήρεμα τώρα, με κάνουν να συλλογίζομαι πως δεν είναι δυνατό να μην είναι κανείς απάνθρωπος, όταν είναι απάνθρωπη η ζωή.”

“Αισθάνομαι πως τρέχω με μια ιλιγγιώδη ταχύτητα, πως κάποιος, ίσως εσύ, μου φωνάζει “Σταμάτησε. Σταμάτησε”. Ίσως αυτός που μου φωνάζει έχει δίκιο, αλλά αισθάνομαι ακόμη πως, αν σταματήσω απότομα, είναι καταστροφή.
-τρελό μου παιδί, όλα αυτά τίποτα δεν ξέρουν να πουν, άμα έρθω κοντά σου ίσως καταλάβεις κάτι περισσότερο….”

“…Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ΄ αυτόν μπορώ πια να περάσω.”

“Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου.
Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα.”

“κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως , αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο”

“Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει «Θεέ μου πόσο την αγαπώ» κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά κοντά μ’ αυτή τη φράση. Δυό πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα. Να σ’ έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου. Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου”

“Όλες αυτές τις μέρες σε συλλογίζομαι χωρίς μια στιγμή διακοπή. Κάθε δουλειά με συνέχεια μού είναι αδύνατη. Είσαι εκεί πάντα μπροστά στα μάτια μου, με κρατάς προσηλωμένο. Κάποτε μέσα στην αδειανή μου παλάμη έρχεται κι ακουμπά το μικρό σου στήθος. Είναι ένας βαθύς και μυτερός πόνος ως την άκρη της καρδιάς”

“ας σε κρατήσω κι έπειτα όλα θα είναι καλά…αγαπημένη μου αγάπη”

“όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρεί τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…”

“…μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…”

“..είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις..”

“μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.”

“τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου..”

“Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή-ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου-είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα”

“Είμαι βαρύς από ένα σωρό συναισθήματα που δε θέλω να ξεσπάσουν. Μία μέρα, αργότερα-ποιος ξέρει αν μας είναι γραφτή λίγη γαλήνη ακόμη-θα είμαι κοντά σου, θα κλείσω τα μάτια και θα τα αφήσω να βγουν…φαίνεται σήμερα σ’ αγαπώ σιωπηλά.”

“όταν πάει να πάρει κανείς μια μεγάλη απόφαση, ποτέ δε μπορεί να τα δει όλα. Βλέπει έναν κύκλο σαν το μισοφέγγαρο, μισό φωτεινό και μισό σκοτεινό. Πάνω στο φωτεινό μέρος βάζει όλη του τη λογική. Πάνω στο σκοτεινό όλη του την παλικαριά και την πίστη….”

“Πόσα πράγματα που έχω να σου πώ ή να σου δείξω και που δε μ’ άφησε η λαχανιασμένη ζωή μας. Όλα τα πράγματα που λέει κανείς όταν πέσει λίγη μπουνάτσα, όταν ξεδιψάσει λίγο, και είναι σίγουρος πως δε θα χάσει τον άνθρωπό του…”

“…Αν είχα χρήματα, λες.
Μα αν είχα οτιδήποτε απ΄αυτά που δεν έχω, δε θα είχα εσένα.
Έτσι αγαπώ όλη μου τη ζωή γιατί ήρθε ως εσένα, τέτοια που ήταν κι όχι άλλη…”

“…Χτές πρώτη φορά, το βράδυ, ύστερα απο τόσον καιρό έπιασα λίγη λογοτεχνική δουλειά. Ήταν σα να είχες νυστάξει μέσα στη σκέψη μου και να σ΄είχε πάρει ο ύπνος.”

“…ξέρεις πόσο πολύ είναι για μένα οι λίγες στιγμές μαζί σου;”

“…σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…”

“Σε συλλογίζομαι.
Σήμερα το πρωί ξυπνώντας ήσουν εκεί. Θα σε ξαναβρώ πάλι σε κάποια γωνιά του σπιτιού μου να ξεμυτίζεις.
Κι όλα αυτά είναι ο,τι είναι.
Κάποτε βαριά….”

“αν μπορώ να σου δώσω μια μικρή χαρά, πρέπει να σου τη δώσω αμέσως. Μακάρι κάθε μέρα να μπορούσα. Κάθε μέρα ως την τελευταία στιγμή. Μ’ έκανες να σκεφτώ ένα πράγμα που σκεπτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία”

“και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν”

“όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;”

“αγάπη μου, θα με συγχωρήσεις γι’ αυτά, που είναι δύσκολο να ειπωθούν σε μια γυναίκα. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πεποίθηση στα συναισθήματά του όταν τα πνίγει η επιθυμία η σωματική, όπως συμβαίνει τώρα μ’ εμένα”

“πού να είσαι τώρα; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πού να είσαι; Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ’ αφήνει να σ’ αγαπώ όπως θέλω , δε μ’ αφήνει να ξέρω καν πώς σ’ αγαπώ. Κοντά και μακριά είναι βάσανο οι αισθήσεις. Πώς να είναι άνθρωπος κανείς;”

“θα ήθελα τρείς μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…”

“φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ..”

“ρωτιέμαι καμιά φορά πως θα μιλούσες, αν ήσουν κοντά μου. Πόσα λίγα πράγματα μπορεί να φτιάξει η φαντασία. Ρωτιέμαι ακόμη πως θα ήσουν, εσύ, ζωντανή, κοντά μου…”

“δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι, δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω απ’ όλα-κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα”

Φιν-οιστρίνι